σύσκιος

σύσκιος
-α, -ο / σύσκιος, -ον, Α
1. αυτός που περιβάλλεται από παντού από σκιά («ἐν τοῑς συσκίοις ἄλσεσιν», Αριστοτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το σύσκιο(ν)
τόπος πυκνά σκιασμένος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. πυκνή σκιά («τοῡ τε ἄγνού τὸ ὕψος καὶ τὸ σύσκιον πάγκαλον», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -σκιος (< σκιά), πρβλ. κατά-σκιος. Το επίθ. λειτουργεί ως υποχωρητ. παρ. τού ρ. συσκιάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σύσκιος — closely shaded masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύσκιος, -ια, -ιο — γεμάτος σκιά, σκιερός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σύσκιον — σύσκιος closely shaded masc/fem acc sg σύσκιος closely shaded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσκίοις — σύσκιος closely shaded masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσκίου — σύσκιος closely shaded masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσκίους — σύσκιος closely shaded masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσκίων — σύσκιος closely shaded masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσκίῳ — σύσκιος closely shaded masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύσκια — σύσκιος closely shaded neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύσκιοι — σύσκιος closely shaded masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”